μονοκρήπις: Difference between revisions
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονοκρήπῑς''': -ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μόνον ἓν [[σανδάλιον]], [[μονοπέδιλος]], Πινδ. Π. 4. 133, Ἀνθ. Π. 127, Λυκόφρ. 1310. | |lstext='''μονοκρήπῑς''': -ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μόνον ἓν [[σανδάλιον]], [[μονοπέδιλος]], Πινδ. Π. 4. 133, Ἀνθ. Π. 127, Λυκόφρ. 1310. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />qui n’a qu’une chaussure.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[κρηπίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ,
A with but one sandal, Pi.P.4.75, APl.4.127, Lyc.1310.
German (Pape)
[Seite 203] ιδος, ὁ, mit einem Schuhe; Pind. P. 4, 75, vgl. μονοσάνδαλος. Auch Λυκοῦργος, Ep. ad. 297 (Plan. 127), wo Jacobs zu vergleichen.
Greek (Liddell-Scott)
μονοκρήπῑς: -ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μόνον ἓν σανδάλιον, μονοπέδιλος, Πινδ. Π. 4. 133, Ἀνθ. Π. 127, Λυκόφρ. 1310.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’une chaussure.
Étymologie: μόνος, κρηπίς.