μυλιάω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠλῐάω''': ([[μύλη]]) [[συγκρούω]], [[τρίζω]] τοὺς ὀδόντας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., μετοχ. λυγρὸν μυλιόωντες, [[ἔνθα]] Κράτης ὁ γραμμ. γράφει μαλκιόωντες, δηλ. μαλκίοντες, (ἴδε ἐν λ. [[μαλκίω]]). | |lstext='''μῠλῐάω''': ([[μύλη]]) [[συγκρούω]], [[τρίζω]] τοὺς ὀδόντας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., μετοχ. λυγρὸν μυλιόωντες, [[ἔνθα]] Κράτης ὁ γραμμ. γράφει μαλκιόωντες, δηλ. μαλκίοντες, (ἴδε ἐν λ. [[μαλκίω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />grincer des dents.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
(μύλη v)
A gnash or grind the teeth, only in Ep. part., λυγρὸν μυλιόωντες (with ῡ metri gr.), Hes.Op. 530 (μαλκιόωντες, i.e. μαλκίοντες, Crates Gramm.).
German (Pape)
[Seite 217] mit den Zähnen knirschen, λυγρὸν μυλιόωντες, Hes. O. 532. Vgl. μυλλαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλῐάω: (μύλη) συγκρούω, τρίζω τοὺς ὀδόντας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., μετοχ. λυγρὸν μυλιόωντες, ἔνθα Κράτης ὁ γραμμ. γράφει μαλκιόωντες, δηλ. μαλκίοντες, (ἴδε ἐν λ. μαλκίω).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
grincer des dents.
Étymologie: μύλη.