παραστείχω: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραστείχω''': ἀόρ. παρέστῐχον, [[στείχω]], περνῶ πλησίον, μετ’ αἰτιατ. τόπου, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 217· δόμους π. (κοινῶς δόμοις) Αἰσχύλου Χο. 568· ἀπολ., περῶ πλησίον, ὅχου παραστείχοντα τηρήσας Σοφ. Ο. Τ. 808 ([[ἔνθα]] τὸ ὄχου σημαίνει ἐκ τοῦ ἄρματος· ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον ὄχους ἢ ὄχον), Ἀνθ. Π. 9. 679· ἐπὶ χρόνου, Νόνν. Δ. 46. 142. ΙΙ. [[εἰσέρχομαι]], δόμους Σοφ. Ἀντ. 1255.
|lstext='''παραστείχω''': ἀόρ. παρέστῐχον, [[στείχω]], περνῶ πλησίον, μετ’ αἰτιατ. τόπου, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 217· δόμους π. (κοινῶς δόμοις) Αἰσχύλου Χο. 568· ἀπολ., περῶ πλησίον, ὅχου παραστείχοντα τηρήσας Σοφ. Ο. Τ. 808 ([[ἔνθα]] τὸ ὄχου σημαίνει ἐκ τοῦ ἄρματος· ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον ὄχους ἢ ὄχον), Ἀνθ. Π. 9. 679· ἐπὶ χρόνου, Νόνν. Δ. 46. 142. ΙΙ. [[εἰσέρχομαι]], δόμους Σοφ. Ἀντ. 1255.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[παρέστιχον]];<br /><b>1</b> passer auprès de, le long de, devant, acc.;<br /><b>2</b> entrer dans, pénétrer dans, acc.;<br /><b>3</b> s’approcher de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[στείχω]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστείχω Medium diacritics: παραστείχω Low diacritics: παραστείχω Capitals: ΠΑΡΑΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: parasteíchō Transliteration B: parasteichō Transliteration C: parasteicho Beta Code: parastei/xw

English (LSJ)

aor. παρέστῐχον,

   A go past, pass by, c. acc. loci, h.Ap. 217 ; δόμους π. (prob. for δόμοις) A.Ch.568 : abs., pass by, S.OT808 (sed leg. ὄχους), AP9.679, Sammelb. 4312.9 (Ptolemaic), Ath.Mitt. 17.272 (ii A. D.).    2 transgress, ἤν τι τούτων ὧν λέγω -στείξῃς Herod.5.50.    II pass into, enter, δόμους S.Ant.1255.

German (Pape)

[Seite 500] (στείχω), daneben vorbei, vorübergehen, δόμοις Aesch. Ch. 561, sp. D., wie Ep. ad. 366 (IX, 679); – hineingehen, δόμους, Soph. Ant. 1255, auch c. gen., ὥς μ' ὁρᾷ ὄχου παραστείχοντα, O. R. 808; νάματα Δίρκης, Nonn. D. 46, 142.

Greek (Liddell-Scott)

παραστείχω: ἀόρ. παρέστῐχον, στείχω, περνῶ πλησίον, μετ’ αἰτιατ. τόπου, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 217· δόμους π. (κοινῶς δόμοις) Αἰσχύλου Χο. 568· ἀπολ., περῶ πλησίον, ὅχου παραστείχοντα τηρήσας Σοφ. Ο. Τ. 808 (ἔνθα τὸ ὄχου σημαίνει ἐκ τοῦ ἄρματος· ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ὄχους ἢ ὄχον), Ἀνθ. Π. 9. 679· ἐπὶ χρόνου, Νόνν. Δ. 46. 142. ΙΙ. εἰσέρχομαι, δόμους Σοφ. Ἀντ. 1255.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρέστιχον;
1 passer auprès de, le long de, devant, acc.;
2 entrer dans, pénétrer dans, acc.;
3 s’approcher de, gén..
Étymologie: παρά, στείχω.