στειλειόν: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''στειλειόν''': τό, τὸ [[ξύλον]] δι’ οὗ κρατεῖται ὁ [[πέλεκυς]], τὸ «στειλιάρι», εἰσερχόμενον εἰς τὴν ὀπὴν τὴν καλουμένην [[στειλειή]]. Ὀδ. Ε. 236· ― [[ὡσαύτως]] στειλειός, ὁ, Αἴσωπ. 420 de Fur. (πρβλ. [[στειλαιός]]· καὶ στειλάριον, τό, Εὐστ. 1531. 39. Πρβλ. [[στελεόν]], [[στέλεχος]].
|lstext='''στειλειόν''': τό, τὸ [[ξύλον]] δι’ οὗ κρατεῖται ὁ [[πέλεκυς]], τὸ «στειλιάρι», εἰσερχόμενον εἰς τὴν ὀπὴν τὴν καλουμένην [[στειλειή]]. Ὀδ. Ε. 236· ― [[ὡσαύτως]] στειλειός, ὁ, Αἴσωπ. 420 de Fur. (πρβλ. [[στειλαιός]]· καὶ στειλάριον, τό, Εὐστ. 1531. 39. Πρβλ. [[στελεόν]], [[στέλεχος]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br /><i>ion. et épq. c.</i> [[στελεόν]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 933] τό, der Stiel der Axt, der in das Oehr, στειλειά, gesteckt wird, ἐν αὐτῷ (πελέκει) στειλειὸν περικαλλὲς ἐλάϊνον, εὖ ἐναρηρός, Od. 5, 236.

Greek (Liddell-Scott)

στειλειόν: τό, τὸ ξύλον δι’ οὗ κρατεῖται ὁ πέλεκυς, τὸ «στειλιάρι», εἰσερχόμενον εἰς τὴν ὀπὴν τὴν καλουμένην στειλειή. Ὀδ. Ε. 236· ― ὡσαύτως στειλειός, ὁ, Αἴσωπ. 420 de Fur. (πρβλ. στειλαιός· καὶ στειλάριον, τό, Εὐστ. 1531. 39. Πρβλ. στελεόν, στέλεχος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
ion. et épq. c. στελεόν.