ὀρείτης: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρείτης''': -ου, ὁ, ([[ὄρος]]) [[ὀρεινός]], [[κάτοικος]] τῶν ὀρέων, Πολύβ. 3. 33, 9, Ὀρφ. Λιθ. 356· - θηλ. ὀρεῖτις, -ιδος, μνημονεύεται ἐξ ἐπιγραφ., ἀλλ’ ἴδε Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3477. | |lstext='''ὀρείτης''': -ου, ὁ, ([[ὄρος]]) [[ὀρεινός]], [[κάτοικος]] τῶν ὀρέων, Πολύβ. 3. 33, 9, Ὀρφ. Λιθ. 356· - θηλ. ὀρεῖτις, -ιδος, μνημονεύεται ἐξ ἐπιγραφ., ἀλλ’ ἴδε Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3477. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />montagnard.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὄρος) name of a stone, Orph.L.362,457. 2 a kind of hawk. Ael.NA2.43.
German (Pape)
[Seite 372] ὁ, Bergbewohner; Orph. Lith. 356; Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρείτης: -ου, ὁ, (ὄρος) ὀρεινός, κάτοικος τῶν ὀρέων, Πολύβ. 3. 33, 9, Ὀρφ. Λιθ. 356· - θηλ. ὀρεῖτις, -ιδος, μνημονεύεται ἐξ ἐπιγραφ., ἀλλ’ ἴδε Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3477.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
montagnard.
Étymologie: ὄρος.