παγιδεύω: Difference between revisions
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰγῐδεύω''': (παγὶς) ὡς καὶ νῦν, στήνω εἴς τινα παγίδα, [[συλλαμβάνω]] διὰ παγίδος, ἐξαπατῶ δολίως, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΗ΄, 9), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 15. | |lstext='''πᾰγῐδεύω''': (παγὶς) ὡς καὶ νῦν, στήνω εἴς τινα παγίδα, [[συλλαμβάνω]] διὰ παγίδος, ἐξαπατῶ δολίως, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΗ΄, 9), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=prendre dans des filets, dans des pièges, attraper <i>au pr. et au fig.</i><br />'''Étymologie:''' [[παγίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
(παγίς)
A lay a snare for, entrap, LXX 1 Ki.28.9, Ev.Matt.22.15.
German (Pape)
[Seite 435] eine Falle stellen, in die Falle locken, listig berücken, LXX. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰγῐδεύω: (παγὶς) ὡς καὶ νῦν, στήνω εἴς τινα παγίδα, συλλαμβάνω διὰ παγίδος, ἐξαπατῶ δολίως, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΗ΄, 9), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 15.
French (Bailly abrégé)
prendre dans des filets, dans des pièges, attraper au pr. et au fig.
Étymologie: παγίς.