ὀρροπύγιον: Difference between revisions
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρροπύγιον''': [ῡ], τό, τὸ [[ἄκρον]] τοῦ κόκκυγος λεγομένου ὀστοῦ τῶν πτηνῶν, [[ὅθεν]] φύονται τὰ πτερὰ τῆς οὐρᾶς, κοινῶς «κωλοκούκουρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9., 9. 32, 3 καὶ 5 ([[ἔνθα]] ὁ Βεκκῆρ. διατηρεῖ οὐροπ-, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. 278)· - τὸ οὐραῖον [[πτερύγιον]] τῶν ἰχθύων, [[αὐτόθι]] 4. 1. 25· - [[καθόλου]], ἡ οὐρὰ ἢ ὁ γλουτὸς παντὸς ζῴου, Ἀριστοφ. Σφ. 1075, Νεφ. 162. | |lstext='''ὀρροπύγιον''': [ῡ], τό, τὸ [[ἄκρον]] τοῦ κόκκυγος λεγομένου ὀστοῦ τῶν πτηνῶν, [[ὅθεν]] φύονται τὰ πτερὰ τῆς οὐρᾶς, κοινῶς «κωλοκούκουρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9., 9. 32, 3 καὶ 5 ([[ἔνθα]] ὁ Βεκκῆρ. διατηρεῖ οὐροπ-, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. 278)· - τὸ οὐραῖον [[πτερύγιον]] τῶν ἰχθύων, [[αὐτόθι]] 4. 1. 25· - [[καθόλου]], ἡ οὐρὰ ἢ ὁ γλουτὸς παντὸς ζῴου, Ἀριστοφ. Σφ. 1075, Νεφ. 162. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> extrémité de la colonne vertébrale, <i>particul.</i> croupion d’un oiseau;<br /><b>2</b> nageoire de poisson;<br /><b>3</b> organe auquel s’adapte le dard d’un cousin.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[πυγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], Ion. ὀρσοπύγιον GDI5702.35 (Samos, iv B. C.), τό: (ὄρρος):—
A rump of birds, in which the tail-feathers are set, Arist. HA504a32,618b33, al. (with vv. ll. οὐροπ-, ὀροπ-, cf. τοὐροπ- in Phld. Rh.2.189 S., but ὀρροπ- is certain in IG22.1498.27 (Athens, iv B. C.)); of the sepia, Arist.HA525a12 : generally, tail, rump of any animal, Ar.V.1075, Nu.162.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, τὸ ἄκρον τοῦ κόκκυγος λεγομένου ὀστοῦ τῶν πτηνῶν, ὅθεν φύονται τὰ πτερὰ τῆς οὐρᾶς, κοινῶς «κωλοκούκουρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9., 9. 32, 3 καὶ 5 (ἔνθα ὁ Βεκκῆρ. διατηρεῖ οὐροπ-, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. 278)· - τὸ οὐραῖον πτερύγιον τῶν ἰχθύων, αὐτόθι 4. 1. 25· - καθόλου, ἡ οὐρὰ ἢ ὁ γλουτὸς παντὸς ζῴου, Ἀριστοφ. Σφ. 1075, Νεφ. 162.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 extrémité de la colonne vertébrale, particul. croupion d’un oiseau;
2 nageoire de poisson;
3 organe auquel s’adapte le dard d’un cousin.
Étymologie: ὄρνυμι, πυγή.