παραβάπτω: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραβάπτω''': μέλλ. -ψω, συγχρόνως [[βάπτω]], [[βάπτω]] μετ’ ἄλλου τινός, «τὰ παραβαπτόμενα τῶν ἰδιωτικῶν πάντα τὸ προσῆκον [[ἄνθος]] ἔσχεν» Πλουτ. Φωκ. 28. | |lstext='''παραβάπτω''': μέλλ. -ψω, συγχρόνως [[βάπτω]], [[βάπτω]] μετ’ ἄλλου τινός, «τὰ παραβαπτόμενα τῶν ἰδιωτικῶν πάντα τὸ προσῆκον [[ἄνθος]] ἔσχεν» Πλουτ. Φωκ. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=teindre en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
A dye at the same time, Plu. Phoc.28 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 471] daneben zugleich färben, Plut. Phoc. 28.
Greek (Liddell-Scott)
παραβάπτω: μέλλ. -ψω, συγχρόνως βάπτω, βάπτω μετ’ ἄλλου τινός, «τὰ παραβαπτόμενα τῶν ἰδιωτικῶν πάντα τὸ προσῆκον ἄνθος ἔσχεν» Πλουτ. Φωκ. 28.