παραλληλόγραμμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραλληλόγραμμος''': -ον, ὁ περιοριζόμενος ὑπὸ παραλλήλων γραμμῶν, Στράβ. 178· τὸ π., γεωμετρικὸν [[σχῆμα]], Εὐκλείδ. 2 Ὁρισμ., Πλούτ. 2. 1080Β, κτλ. | |lstext='''παραλληλόγραμμος''': -ον, ὁ περιοριζόμενος ὑπὸ παραλλήλων γραμμῶν, Στράβ. 178· τὸ π., γεωμετρικὸν [[σχῆμα]], Εὐκλείδ. 2 Ὁρισμ., Πλούτ. 2. 1080Β, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />en forme de parallélogramme ; τὸ παραλληλόγραμμον PLUT le parallélogramme.<br />'''Étymologie:''' [[παράλληλος]], [[γραμμή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A bounded by parallel lines, σχῆμα Str.4.1.3 : neut. as Subst., τὸ π. parallelogram, Euc.2 Def., Plu.2.1080c, etc.; κατὰ-γραμμον Ascl.Tact.11.7. Adv. -γράμμως Iamb. in Nic.p.27 P.
Greek (Liddell-Scott)
παραλληλόγραμμος: -ον, ὁ περιοριζόμενος ὑπὸ παραλλήλων γραμμῶν, Στράβ. 178· τὸ π., γεωμετρικὸν σχῆμα, Εὐκλείδ. 2 Ὁρισμ., Πλούτ. 2. 1080Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
en forme de parallélogramme ; τὸ παραλληλόγραμμον PLUT le parallélogramme.
Étymologie: παράλληλος, γραμμή.