τετραπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρᾰπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα πρόσωπα ἢ μέτωπα, βωμὸς Πλούτ. 2. 308Α˙ ὅρασιν ζῴου τετραπροσώπου Ἀθαν. Τ. 2, σ. 100D.
|lstext='''τετρᾰπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα πρόσωπα ἢ μέτωπα, βωμὸς Πλούτ. 2. 308Α˙ ὅρασιν ζῴου τετραπροσώπου Ἀθαν. Τ. 2, σ. 100D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre visages.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πρόσωπον]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραπρόσωπος Medium diacritics: τετραπρόσωπος Low diacritics: τετραπρόσωπος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: tetraprósōpos Transliteration B: tetraprosōpos Transliteration C: tetraprosopos Beta Code: tetrapro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A with four faces or fronts, βωμός Plu. 2.308a; ἀριθμός, of the τετράς, Herm. in Phdr.p.107 A.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Gesichtern, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα πρόσωπα ἢ μέτωπα, βωμὸς Πλούτ. 2. 308Α˙ ὅρασιν ζῴου τετραπροσώπου Ἀθαν. Τ. 2, σ. 100D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre visages.
Étymologie: τέσσαρες, πρόσωπον.