τωὐτό: Difference between revisions
From LSJ
Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τωὐτό''': (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ. | |lstext='''τωὐτό''': (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>crase ion. p.</i> τὸ [[αὐτό]] la même chose. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
τωὐτό: (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ.
French (Bailly abrégé)
crase ion. p. τὸ αὐτό la même chose.