ὑπέρπαχυς: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρπᾰχυς''': υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν [[παχύς]], Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ [[σκάφη]])» Δίων Κ. 49. 1.
|lstext='''ὑπέρπᾰχυς''': υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν [[παχύς]], Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ [[σκάφη]])» Δίων Κ. 49. 1.
}}
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εως;<br />excessivement gras.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παχύς]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρπᾰχυς Medium diacritics: ὑπέρπαχυς Low diacritics: υπέρπαχυς Capitals: ΥΠΕΡΠΑΧΥΣ
Transliteration A: hypérpachys Transliteration B: hyperpachys Transliteration C: yperpachys Beta Code: u(pe/rpaxus

English (LSJ)

υ,

   A exceedingly fat, Hp.Aër.15, Plu.Cat.Ma.9; very thick, πλῆθος ὑ., of πτισάνη, Hp.Acut.11; of ships, with very thick timbers, D.C.49.1. (In Hp.Aër. l. c. nom. pl. -πάχητες, v.l. -πάχυτες.)

German (Pape)

[Seite 1200] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπᾰχυς: υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν παχύς, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ σκάφη)» Δίων Κ. 49. 1.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. εως;
excessivement gras.
Étymologie: ὑπέρ, παχύς.