πολύσχιστος: Difference between revisions

From LSJ

Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)

Source
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύσχιστος''': -ον, ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ εἰς πολλὰς ἀτραποὺς διασχιζομένη, ἔστη κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Σοφ. Ο. Κ. 1592· ἀτρεκίη Ἀνθ. Π. 8. 7.
|lstext='''πολύσχιστος''': -ον, ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ εἰς πολλὰς ἀτραποὺς διασχιζομένη, ἔστη κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Σοφ. Ο. Κ. 1592· ἀτρεκίη Ἀνθ. Π. 8. 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ος;<br /><i>c.</i> [[πολυσχιδής]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσχιστος Medium diacritics: πολύσχιστος Low diacritics: πολύσχιστος Capitals: ΠΟΛΥΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: polýschistos Transliteration B: polyschistos Transliteration C: polyschistos Beta Code: polu/sxistos

English (LSJ)

ον,

   A split into many parts, branching, κέλευθοι S.OC1592.

German (Pape)

[Seite 674] vielfach gespalten, getheilt, mannichfaltig; κέλευθα, Soph. O. C. 1588; ἀτρεκίη, Greg. ep. (VIII, 7); Sp. auch in Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσχιστος: -ον, ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ εἰς πολλὰς ἀτραποὺς διασχιζομένη, ἔστη κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Σοφ. Ο. Κ. 1592· ἀτρεκίη Ἀνθ. Π. 8. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
c. πολυσχιδής.