Πιτάνη: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Πῐτάνη''': [ᾰ], Δωρ. -νᾱ, ἡ, [[τόπος]] ἐν τῇ Λακωνικῇ, Ἡρόδ. 3. 55, Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.· ― ὁ Πιτανητέων [[λόχος]], [[λόχος]] τις τοῦ Σπαρτιατικοῦ στρατοῦ, Ἡρόδ. 9. 53· περὶ τοῦ Πιτανάτου λ. παρὰ Θουκ. 1. 20, ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς. ΙΙ. ὡς προσηγορ. πιτάνη, ἡ, [[λόχος]] ἐξ ἀνδρῶν 600 [[περίπου]] ἀποτελῶν τὸ δέκατον [[περίπου]] [[μέρος]] Ρωμαϊκῆς λεγεῶνος, Ἐπιγρ. Σικελ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5501.
|lstext='''Πῐτάνη''': [ᾰ], Δωρ. -νᾱ, ἡ, [[τόπος]] ἐν τῇ Λακωνικῇ, Ἡρόδ. 3. 55, Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.· ― ὁ Πιτανητέων [[λόχος]], [[λόχος]] τις τοῦ Σπαρτιατικοῦ στρατοῦ, Ἡρόδ. 9. 53· περὶ τοῦ Πιτανάτου λ. παρὰ Θουκ. 1. 20, ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς. ΙΙ. ὡς προσηγορ. πιτάνη, ἡ, [[λόχος]] ἐξ ἀνδρῶν 600 [[περίπου]] ἀποτελῶν τὸ δέκατον [[περίπου]] [[μέρος]] Ρωμαϊκῆς λεγεῶνος, Ἐπιγρ. Σικελ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5501.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />Pitanè :<br /><b>1</b> ville de Mysie;<br /><b>2</b> bourg de Laconie.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πῐτάνη Medium diacritics: Πιτάνη Low diacritics: Πιτάνη Capitals: ΠΙΤΑΝΗ
Transliteration A: Pitánē Transliteration B: Pitanē Transliteration C: Pitani Beta Code: *pita/nh

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. Πιτά-να, ἡ, one of the κῶμαι of Sparta, Pi.O.6.28, Hdt.3.55, etc.: τοῦ Πιτανητέων λόχου, a battalion of the Spartan army, Id.9.53 codd. (leg. Πιτανήτεω) ; τὸν Πιτανήτην λ. ibid., Th.1.20.    II a place in Aeolis, Alc.114.

Greek (Liddell-Scott)

Πῐτάνη: [ᾰ], Δωρ. -νᾱ, ἡ, τόπος ἐν τῇ Λακωνικῇ, Ἡρόδ. 3. 55, Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.· ― ὁ Πιτανητέων λόχος, λόχος τις τοῦ Σπαρτιατικοῦ στρατοῦ, Ἡρόδ. 9. 53· περὶ τοῦ Πιτανάτου λ. παρὰ Θουκ. 1. 20, ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς. ΙΙ. ὡς προσηγορ. πιτάνη, ἡ, λόχος ἐξ ἀνδρῶν 600 περίπου ἀποτελῶν τὸ δέκατον περίπου μέρος Ρωμαϊκῆς λεγεῶνος, Ἐπιγρ. Σικελ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5501.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Pitanè :
1 ville de Mysie;
2 bourg de Laconie.
Étymologie:.