προσαναρρήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαναρρήγνῡμι''': μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω [[προσέτι]], τι Πλουτ, Κράσσ. 25. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ διαρραγῇ, «σπάνω», τὸ [[ὑπόστημα]] ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 30· ― μεταφορ., πρ. τὰς ἀδίκους ἐπιθυμίας Φίλων 2. 372, πρβλ. 479.
|lstext='''προσαναρρήγνῡμι''': μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω [[προσέτι]], τι Πλουτ, Κράσσ. 25. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ διαρραγῇ, «σπάνω», τὸ [[ὑπόστημα]] ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 30· ― μεταφορ., πρ. τὰς ἀδίκους ἐπιθυμίας Φίλων 2. 372, πρβλ. 479.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> briser en outre;<br /><b>2</b> faire rompre, faire éclater, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀναρρήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναρρήγνῡμι Medium diacritics: προσαναρρήγνυμι Low diacritics: προσαναρρήγνυμι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΡΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: prosanarrḗgnymi Transliteration B: prosanarrēgnymi Transliteration C: prosanarrignymi Beta Code: prosanarrh/gnumi

English (LSJ)

   A lacerate in addition, Plu.Crass.25; τὸ σῶμα, i.e. caused haemorrhage, Id.Cleom.30: metaph., π. τὰς ἀδίκους ἐπιθυμίας let them break out, Ph.2.372, cf. 479.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναρρήγνῡμι: μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω προσέτι, τι Πλουτ, Κράσσ. 25. ΙΙ. κάμνω τι νὰ διαρραγῇ, «σπάνω», τὸ ὑπόστημα ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 30· ― μεταφορ., πρ. τὰς ἀδίκους ἐπιθυμίας Φίλων 2. 372, πρβλ. 479.

French (Bailly abrégé)

1 briser en outre;
2 faire rompre, faire éclater, acc..
Étymologie: πρός, ἀναρρήγνυμι.