προθαλής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προθᾰλής''': -ές, ([[θάλλω]]) ὁ θάλλων πρωΐμως, αὐξανόμενος, ἀναπτυσσόμενος προώρως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 242. | |lstext='''προθᾰλής''': -ές, ([[θάλλω]]) ὁ θάλλων πρωΐμως, αὐξανόμενος, ἀναπτυσσόμενος προώρως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 242. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui croît vite.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[θάλλω]]. | |||
}} | }} |