σκωραμίς: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκωρᾰμίς''': -ίδος, ἡ, [[οὐροδοχεῖον]] τῆς νυκτός, «κατουροκάνατον», «καθῆκι», «ἀμὶς μὲν ἐν ᾧ οὐροῦσι, σκωραμὶς δὲ ἐν ᾧ ἀποπατοῦσι» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 371.
|lstext='''σκωρᾰμίς''': -ίδος, ἡ, [[οὐροδοχεῖον]] τῆς νυκτός, «κατουροκάνατον», «καθῆκι», «ἀμὶς μὲν ἐν ᾧ οὐροῦσι, σκωραμὶς δὲ ἐν ᾧ ἀποπατοῦσι» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 371.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />vase de nuit.<br />'''Étymologie:''' [[σκώρ]], [[ἀμίς]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[προχοΐς]], [[λάσανον]], [[ἐκδοχεῖον]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωρᾰμίς Medium diacritics: σκωραμίς Low diacritics: σκωραμίς Capitals: ΣΚΩΡΑΜΙΣ
Transliteration A: skōramís Transliteration B: skōramis Transliteration C: skoramis Beta Code: skwrami/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A night-stool, Ar.Ec.371.

German (Pape)

[Seite 910] ίδος, ἡ, Nachtstuhl, Ar. Eccl. 371, κωμῳδική.

Greek (Liddell-Scott)

σκωρᾰμίς: -ίδος, ἡ, οὐροδοχεῖον τῆς νυκτός, «κατουροκάνατον», «καθῆκι», «ἀμὶς μὲν ἐν ᾧ οὐροῦσι, σκωραμὶς δὲ ἐν ᾧ ἀποπατοῦσι» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 371.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
vase de nuit.
Étymologie: σκώρ, ἀμίς.
Syn. προχοΐς, λάσανον, ἐκδοχεῖον.