σπερματικός: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπερμᾰτικός''': -ή, -όν, ([[σπέρμα]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[σπέρμα]] ἢ εἰς τὴν γονιμοποίησιν, πόροι, ὄργανα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 3, 2., 1. 4, 1· περίττωμα [[αὐτόθι]] 7· ζῷα [[αὐτόθι]] 1. 19, 16· [[ἀπόκρισις]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 55· ἔχων πολὺ [[σπέρμα]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 16, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 16, 4· σπ. [[γένεσις]], ἡ ἐκ σπέρματος ἢ σπόρου, [[αὐτόθι]] 1. 2, 1. β) ἱκανὸς νὰ παραγάγῃ, νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Προβλ. 4. 4, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 13. 2) μεταφορ., ὁ περιέχων τὰ στοιχεῖα τῶν πραγμάτων, [[ὅθεν]] ἐν τῇ Στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, σπ. λόγοι, νόμοι τινὲς τῆς γενέσεως περιεχόμενοι ἐν τῇ ὕλῃ Διογ. Λ. 7. 148, Πλούτ. 2. 637Α, Ritter’s Ἱστ. τῆς Φιλοσ. 3, σ. 528· ― Ἐπίρρ., σπερματικῶς λέγειν Κλήμ. Ἀλ. 308. ΙΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς [[σπέρμα]] ἢ σπόρον, διεσπαρμένος, Ulpian. εἰς Δημ. 9. 6, (Ρήτορες) Walz 4. 414. | |lstext='''σπερμᾰτικός''': -ή, -όν, ([[σπέρμα]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[σπέρμα]] ἢ εἰς τὴν γονιμοποίησιν, πόροι, ὄργανα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 3, 2., 1. 4, 1· περίττωμα [[αὐτόθι]] 7· ζῷα [[αὐτόθι]] 1. 19, 16· [[ἀπόκρισις]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 55· ἔχων πολὺ [[σπέρμα]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 16, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 16, 4· σπ. [[γένεσις]], ἡ ἐκ σπέρματος ἢ σπόρου, [[αὐτόθι]] 1. 2, 1. β) ἱκανὸς νὰ παραγάγῃ, νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Προβλ. 4. 4, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 13. 2) μεταφορ., ὁ περιέχων τὰ στοιχεῖα τῶν πραγμάτων, [[ὅθεν]] ἐν τῇ Στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, σπ. λόγοι, νόμοι τινὲς τῆς γενέσεως περιεχόμενοι ἐν τῇ ὕλῃ Διογ. Λ. 7. 148, Πλούτ. 2. 637Α, Ritter’s Ἱστ. τῆς Φιλοσ. 3, σ. 528· ― Ἐπίρρ., σπερματικῶς λέγειν Κλήμ. Ἀλ. 308. ΙΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς [[σπέρμα]] ἢ σπόρον, διεσπαρμένος, Ulpian. εἰς Δημ. 9. 6, (Ρήτορες) Walz 4. 414. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> capable d’engendrer, de procréer ; τὸ σπερματικόν PLUT le pouvoir d’engendrer;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui contient le germe <i>ou</i> le principe d’une chose ; <i>particul. dans le langage des stoïciens</i> σπερματικοὶ λόγοι les raisons qui révèlent dans la matière une intelligence créatrice, lois de la génération.<br />'''Étymologie:''' [[σπέρμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for seed or generation, seminal, πόροι, ὄργανα, Arist.GA716b17, 717a12; περίττωμα ib.717a30; ἀπόκρισις Id.PA681b35; fruitful in seed, ζῷον Thphr.CP1.16.4; σ. γένεσις from seed, ib.1.2.1; τὸ -κόν the seed-vessel, Id.HP6.4.3. b capable of procreating, Arist.Pr.876b38, GA750a13; δυνάμεις Sor.1.41; πόρος, of the Fallopian tubes, Herophil. ap. Gal.4.597; τὸ σ. the procreative faculty, Zeno Stoic.1.39, cf. Stoic.2.258. 2 metaph., generative, esp. in Stoic Philosophy, σ. λόγοι generative principles, v. λόγος 111.7b: in Arith., ἡ δυὰς σ. Iamb.in Nic.p.31 P., al. Adv. -κῶς Theol.Ar.3,4. II general, summary, Ulp.ad D.9 init., Syrian. in Hermog.2.91 R. Adv. -κῶς, [εἴρηται] Gal.7.764.
German (Pape)
[Seite 920] zum Saamen gehörig; auch, wie der Saame die künftige Frucht, die Grundstoffe oder Elemente andrer Dinge, die Begriffe in sich enthaltend. Bei den Stoikern sind σπερματικοὶ λόγοι gewisse, in der Materie enthaltene Bildungsstoffe, D. L. 7, 148, M. Ant. 4, 14. 21. – Adv.; σπερματικῶς λέγειν, im Vorbeigehen, kurz, gleichsam hingeworfen sprechen, Clem. Al.; = δυνάμει, Nicom. arithm. 2, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμᾰτικός: -ή, -όν, (σπέρμα) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σπέρμα ἢ εἰς τὴν γονιμοποίησιν, πόροι, ὄργανα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 3, 2., 1. 4, 1· περίττωμα αὐτόθι 7· ζῷα αὐτόθι 1. 19, 16· ἀπόκρισις ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 55· ἔχων πολὺ σπέρμα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 16, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 16, 4· σπ. γένεσις, ἡ ἐκ σπέρματος ἢ σπόρου, αὐτόθι 1. 2, 1. β) ἱκανὸς νὰ παραγάγῃ, νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Προβλ. 4. 4, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 13. 2) μεταφορ., ὁ περιέχων τὰ στοιχεῖα τῶν πραγμάτων, ὅθεν ἐν τῇ Στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, σπ. λόγοι, νόμοι τινὲς τῆς γενέσεως περιεχόμενοι ἐν τῇ ὕλῃ Διογ. Λ. 7. 148, Πλούτ. 2. 637Α, Ritter’s Ἱστ. τῆς Φιλοσ. 3, σ. 528· ― Ἐπίρρ., σπερματικῶς λέγειν Κλήμ. Ἀλ. 308. ΙΙΙ. ὅμοιος πρὸς σπέρμα ἢ σπόρον, διεσπαρμένος, Ulpian. εἰς Δημ. 9. 6, (Ρήτορες) Walz 4. 414.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 capable d’engendrer, de procréer ; τὸ σπερματικόν PLUT le pouvoir d’engendrer;
2 fig. qui contient le germe ou le principe d’une chose ; particul. dans le langage des stoïciens σπερματικοὶ λόγοι les raisons qui révèlent dans la matière une intelligence créatrice, lois de la génération.
Étymologie: σπέρμα.