ῥᾳστωνεύω: Difference between revisions
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾳστωνεύω''': [[ῥᾳθυμέω]], [[διάγω]] ἐν [[ῥᾳστώνῃ]], [[ὅταν]] ὁ μὲν πράττῃ ἐφ’ ᾦπερ ὥρμηται ὁ δὲ ῥᾳστωνεύῃ τῇ ψυχῇ παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Ξεν. Οἰκ. 20, 18, Δίων Κ. 38. 39, κτλ.· ― παθ. πρκμ. ἐρρᾳστώνευμαι μὲ μέσην σημασίαν, Ἀριστείδ. Λεπτ. 3, Μάγιστρ. σ. 775. | |lstext='''ῥᾳστωνεύω''': [[ῥᾳθυμέω]], [[διάγω]] ἐν [[ῥᾳστώνῃ]], [[ὅταν]] ὁ μὲν πράττῃ ἐφ’ ᾦπερ ὥρμηται ὁ δὲ ῥᾳστωνεύῃ τῇ ψυχῇ παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Ξεν. Οἰκ. 20, 18, Δίων Κ. 38. 39, κτλ.· ― παθ. πρκμ. ἐρρᾳστώνευμαι μὲ μέσην σημασίαν, Ἀριστείδ. Λεπτ. 3, Μάγιστρ. σ. 775. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se laisser aller à la mollesse, vivre d’une vie indolente <i>ou</i> nonchalante.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾳστώνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
= ῥαθυμέω,
A to be idle, listless, τῇ ψυχῇ X.Oec.20.18, <span class=bi
German (Pape)
[Seite 835] = Folgdm; τῇ ψυχῇ, müßig, unthätig sein, παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Xen. Oec. 20, 18, u. Sp.; auch im med., wie Aristid. Lpt. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾳστωνεύω: ῥᾳθυμέω, διάγω ἐν ῥᾳστώνῃ, ὅταν ὁ μὲν πράττῃ ἐφ’ ᾦπερ ὥρμηται ὁ δὲ ῥᾳστωνεύῃ τῇ ψυχῇ παρὰ κρήναις καὶ ὑπὸ σκιαῖς ἀναπαυόμενος Ξεν. Οἰκ. 20, 18, Δίων Κ. 38. 39, κτλ.· ― παθ. πρκμ. ἐρρᾳστώνευμαι μὲ μέσην σημασίαν, Ἀριστείδ. Λεπτ. 3, Μάγιστρ. σ. 775.
French (Bailly abrégé)
se laisser aller à la mollesse, vivre d’une vie indolente ou nonchalante.
Étymologie: ῥᾳστώνη.