σχεδόθεν: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχεδόθεν''': Ἐπίρρ. [[κυρίως]], ἐκ τοῦ πλησίον· ἀλλ’ ἐν χρήσει παραπλησίως τῷ [[σχεδόν]], πλησίον, ἐγγύς, Λατ. cominus, ὤμων μεσσηγὺς σχ. [[βάλε]] Ἰλ. Π. 807· σχ. δὲ οἱ ἦλθεν [[Ἀθήνη]] Ὀδ. Β. 267, Ν, 221, κλπ· στῆ ῥ’ αὐτῶν σχ. Τ. 447. | |lstext='''σχεδόθεν''': Ἐπίρρ. [[κυρίως]], ἐκ τοῦ πλησίον· ἀλλ’ ἐν χρήσει παραπλησίως τῷ [[σχεδόν]], πλησίον, ἐγγύς, Λατ. cominus, ὤμων μεσσηγὺς σχ. [[βάλε]] Ἰλ. Π. 807· σχ. δὲ οἱ ἦλθεν [[Ἀθήνη]] Ὀδ. Β. 267, Ν, 221, κλπ· στῆ ῥ’ αὐτῶν σχ. Τ. 447. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> de près, d’auprès <i>avec mouv.</i><br /><b>2</b> près, auprès <i>avec ou sans mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[σχεδόν]], -θεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., prop.
A from nigh at hand; but used much like sq., nigh at hand, near, ὤμων μεσσηγὺς σ. βάλε Il.16.807, cf. A.R.4.662; σ. δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Od.2.267, 13.221, etc.; στῆ ῥ' αὐτῶν σ. 19.447.
German (Pape)
[Seite 1054] adv., von Nahem, aus der Nähe; βάλε, Il. 16, 807; μάχεσθαι, 17, 359; σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη, Od. 2, 267, vgl. 15, 223.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδόθεν: Ἐπίρρ. κυρίως, ἐκ τοῦ πλησίον· ἀλλ’ ἐν χρήσει παραπλησίως τῷ σχεδόν, πλησίον, ἐγγύς, Λατ. cominus, ὤμων μεσσηγὺς σχ. βάλε Ἰλ. Π. 807· σχ. δὲ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Ὀδ. Β. 267, Ν, 221, κλπ· στῆ ῥ’ αὐτῶν σχ. Τ. 447.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de près, d’auprès avec mouv.
2 près, auprès avec ou sans mouv.
Étymologie: σχεδόν, -θεν.