συμμεταβάλλω: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμεταβάλλω''': [[μεταβάλλω]] [[ὁμοῦ]], τύχας χρώμασι καὶ πέπλοις Ἀνθ. Π. 15. 46, ταῖς ὥραις τὰς διαίτας Πλουτ. Λούκουλ. 39· σ. τοὺς τόπους, [[ἀνταλλάσσω]] συγχρόνως θέσιν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 32· σ. τὰς χώρας, [[ἀνταλλάσσω]] κατοικίαν, Πλούτ. 2. 424F. ― Παθ., [[μεταβάλλω]] θέσιν καὶ [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, τινι Αἰσχίν. 77. 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 35, 4. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργητ., μεταβάλλομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], τινι ἢ ἀπολ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 2, 8, π. Ζ. Κινήσ. 9, 3, Ἠθικ. Νικ. 1. 10. 5. | |lstext='''συμμεταβάλλω''': [[μεταβάλλω]] [[ὁμοῦ]], τύχας χρώμασι καὶ πέπλοις Ἀνθ. Π. 15. 46, ταῖς ὥραις τὰς διαίτας Πλουτ. Λούκουλ. 39· σ. τοὺς τόπους, [[ἀνταλλάσσω]] συγχρόνως θέσιν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 32· σ. τὰς χώρας, [[ἀνταλλάσσω]] κατοικίαν, Πλούτ. 2. 424F. ― Παθ., [[μεταβάλλω]] θέσιν καὶ [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, τινι Αἰσχίν. 77. 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 35, 4. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργητ., μεταβάλλομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], τινι ἢ ἀπολ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 2, 8, π. Ζ. Κινήσ. 9, 3, Ἠθικ. Νικ. 1. 10. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> changer <i>ou</i> modifier avec <i>ou</i> selon : [[τί]] τινι changer une chose selon <i>ou</i> d’après une autre;<br /><b>2</b> changer <i>ou</i> modifier ensemble ; <i>Pass.</i> changer d’avis <i>ou</i> de sens avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A change along with, τύχας χρώμασι καὶ πέπλοις AP15.46.4; ταῖς ὥραις τὰς διαίτας Plu.Luc.39, cf. Gal. 15.734; σ. τοὺς τόπους exchange places simultaneously, Arist.Mete.358b33 (Ald.); σ. τὰς χώρας change their places of abode, Plu.2.424e, cf. Jul.Or.1.13d; τὸ γένος change its gender, A.D.Adv. 184.3:—Med., change sides and take part with, τινι Aeschin.3.165, cf. Luc.Epigr.14.4. II intr. in Act., change with or together, Arist.GA716b4, MA702b23, EN1100a28, Str. 10.2.12, Ph.1.276.
German (Pape)
[Seite 981] auch im med. (s. βάλλω), mit od. zugleich umwerfen, umändern, τὰς διαίτας ταῖς ὥραις, Plut. Lucull. 39; pass. sich mit verändern, anderes Sinnes werden, Aesch. 3, 165, Strab. 10, 2, 12, Plut. Symp. 8, 9, 3 Luc. Dem. encom. 46.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταβάλλω: μεταβάλλω ὁμοῦ, τύχας χρώμασι καὶ πέπλοις Ἀνθ. Π. 15. 46, ταῖς ὥραις τὰς διαίτας Πλουτ. Λούκουλ. 39· σ. τοὺς τόπους, ἀνταλλάσσω συγχρόνως θέσιν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 32· σ. τὰς χώρας, ἀνταλλάσσω κατοικίαν, Πλούτ. 2. 424F. ― Παθ., μεταβάλλω θέσιν καὶ λαμβάνω μέρος μετά τινος, τινι Αἰσχίν. 77. 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 35, 4. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργητ., μεταβάλλομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τινι ἢ ἀπολ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 2, 8, π. Ζ. Κινήσ. 9, 3, Ἠθικ. Νικ. 1. 10. 5.
French (Bailly abrégé)
1 changer ou modifier avec ou selon : τί τινι changer une chose selon ou d’après une autre;
2 changer ou modifier ensemble ; Pass. changer d’avis ou de sens avec, τινι.
Étymologie: σύν, μεταβάλλω.