συνεκκαλέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκκᾰλέομαι''': μέσ., καλῶ τινα παρορμῶν αὐτόν, συνεκκαλουμένων τοὺς Ἰταλικοὺς πρὸς τὴν χρείαν Πολύβ. 18. 2, 11· συνεκκαλεῖται τὴν ὄρεξιν Πλούτ. 2. 917C.
|lstext='''συνεκκᾰλέομαι''': μέσ., καλῶ τινα παρορμῶν αὐτόν, συνεκκαλουμένων τοὺς Ἰταλικοὺς πρὸς τὴν χρείαν Πολύβ. 18. 2, 11· συνεκκαλεῖται τὴν ὄρεξιν Πλούτ. 2. 917C.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />exciter <i>ou</i> provoquer en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκκαλέω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκᾰλέομαι Medium diacritics: συνεκκαλέομαι Low diacritics: συνεκκαλέομαι Capitals: ΣΥΝΕΚΚΑΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: synekkaléomai Transliteration B: synekkaleomai Transliteration C: synekkaleomai Beta Code: sunekkale/omai

English (LSJ)

Med.,

   A call out or excite together, τινὰς πρός τι Plb.18.19.11, cf. 11.1a.2; τὴν ὄρεξιν Plu.2.917c; τὴν ὁρμήν Thphr.Sud.16.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκᾰλέομαι: μέσ., καλῶ τινα παρορμῶν αὐτόν, συνεκκαλουμένων τοὺς Ἰταλικοὺς πρὸς τὴν χρείαν Πολύβ. 18. 2, 11· συνεκκαλεῖται τὴν ὄρεξιν Πλούτ. 2. 917C.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
exciter ou provoquer en même temps, acc..
Étymologie: σύν, ἐκκαλέω.