ὑπερκεράω: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερκεράω''': ([[κέρας]] VII) ὑπερφαλαγγῶ, κυκλώνω, τοὺς πολεμίους Πολύβ. 11. 23, 5, Πλούτ. κλπ.· ― μεταφορ., ἐκτείνομαι [[πέραν]] τινός, ἡ [[ἤπειρος]] ὑπ. Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 21, 24, Huds.· ὡς ὑπερκεράσαντος ὕδατος τῆς ἀντλίας Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 17. | |lstext='''ὑπερκεράω''': ([[κέρας]] VII) ὑπερφαλαγγῶ, κυκλώνω, τοὺς πολεμίους Πολύβ. 11. 23, 5, Πλούτ. κλπ.· ― μεταφορ., ἐκτείνομαι [[πέραν]] τινός, ἡ [[ἤπειρος]] ὑπ. Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 21, 24, Huds.· ὡς ὑπερκεράσαντος ὕδατος τῆς ἀντλίας Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> déborder les ailes <i>ou</i> une aile d’une armée, acc.;<br /><b>2</b> déborder en forme de croissant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[κέρας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
(κέρας v. 3)
A outflank, τοὺς πολεμίους Plb.11.23.5, cf. Plu.Brut.41, Onos.21.1, etc.: metaph., stretch beyond, ἡ ἤπειρος ὑ. Peripl.M.Rubr.38; ὑ. ὕδωρ τῆς ἀντλίας Sch.Ar.Pax17.
German (Pape)
[Seite 1197] überflügeln, mit den Flügeln des Heeres die des feindlichen umgehen und einschließen; Pol. 11, 23, 5; Plut. Brut. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκεράω: (κέρας VII) ὑπερφαλαγγῶ, κυκλώνω, τοὺς πολεμίους Πολύβ. 11. 23, 5, Πλούτ. κλπ.· ― μεταφορ., ἐκτείνομαι πέραν τινός, ἡ ἤπειρος ὑπ. Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 21, 24, Huds.· ὡς ὑπερκεράσαντος ὕδατος τῆς ἀντλίας Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 déborder les ailes ou une aile d’une armée, acc.;
2 déborder en forme de croissant.
Étymologie: ὑπέρ, κέρας.