χαράκωσις: Difference between revisions
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰράκωσις''': -εως, ἡ, τὸ περιβάλλειν διὰ χαρακώματος, [[ὀχύρωσις]] διὰ χαράκων, [[ὀχύρωσις]], Λυκοῦργ. 153. 27, Πλουτ. Μάρ. 7. | |lstext='''χᾰράκωσις''': -εως, ἡ, τὸ περιβάλλειν διὰ χαρακώματος, [[ὀχύρωσις]] διὰ χαράκων, [[ὀχύρωσις]], Λυκοῦργ. 153. 27, Πλουτ. Μάρ. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de construire une palissade, un retranchement.<br />'''Étymologie:''' [[χαρακόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A palisading, fortifying, Lycurg.44, Ph.Bel.85.48 (pl.), Plu.Mar.7. 2 palisade, LXX De.20.20. II propping of vines, PSI6.595.3 (iii B. C.), Gp.5.27 tit.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰράκωσις: -εως, ἡ, τὸ περιβάλλειν διὰ χαρακώματος, ὀχύρωσις διὰ χαράκων, ὀχύρωσις, Λυκοῦργ. 153. 27, Πλουτ. Μάρ. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de construire une palissade, un retranchement.
Étymologie: χαρακόω.