φιλήρετμος: Difference between revisions

From LSJ
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλήρετμος''': -ον, (ἐρετμὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν κώπην, ἀγαπῶν νὰ κωπηλατῇ, ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 96, κλπ. τῶν Ταφίων. Α. 182· φιληρέτμῳ δὲ κυδομῷ Νόνν. Διονυσ. 39. 214. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλήρετμοι· φιλόκωποι, φιλοναῦται».
|lstext='''φῐλήρετμος''': -ον, (ἐρετμὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν κώπην, ἀγαπῶν νὰ κωπηλατῇ, ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 96, κλπ. τῶν Ταφίων. Α. 182· φιληρέτμῳ δὲ κυδομῷ Νόνν. Διονυσ. 39. 214. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλήρετμοι· φιλόκωποι, φιλοναῦται».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime la rame.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], ἐρετμός.
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήρετμος Medium diacritics: φιλήρετμος Low diacritics: φιλήρετμος Capitals: ΦΙΛΗΡΕΤΜΟΣ
Transliteration A: philḗretmos Transliteration B: philēretmos Transliteration C: filiretmos Beta Code: filh/retmos

English (LSJ)

ον, (ἐρετμός)

   A fond of the oar, of the Phaeacians, Od. 8.96, etc.; of the Taphians, 1.181; κυδοιμός Nonn.D.39.214.

German (Pape)

[Seite 1277] ruderliebend, gern das Ruder führend, die Schifffahrt liebend; öfters in der Od., als Beiw. der Phäaken, 8, 96, auch der Taphier, 1, 181.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήρετμος: -ον, (ἐρετμὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν κώπην, ἀγαπῶν νὰ κωπηλατῇ, ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 96, κλπ. τῶν Ταφίων. Α. 182· φιληρέτμῳ δὲ κυδομῷ Νόνν. Διονυσ. 39. 214. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλήρετμοι· φιλόκωποι, φιλοναῦται».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la rame.
Étymologie: φίλος, ἐρετμός.