τοξήρης: Difference between revisions
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοξήρης''': -ες, (√ΑΡ, [[ἀραρίσκω]]) ὡπλισμένος διὰ τόξου, [[χείρ]] Εὐρ. Ἄλκ. 35, πρβλ. Ρῆσ. 226. 2) = [[τοξικός]], τ. [[σάγη]] ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1. 88· τ. [[ψαλμός]], ὁ [[ἦχος]] ὁ ἀποτελούμενος ἐκ νευρᾶς τοῦ τόξου, [[αὐτόθι]] 1063. | |lstext='''τοξήρης''': -ες, (√ΑΡ, [[ἀραρίσκω]]) ὡπλισμένος διὰ τόξου, [[χείρ]] Εὐρ. Ἄλκ. 35, πρβλ. Ρῆσ. 226. 2) = [[τοξικός]], τ. [[σάγη]] ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1. 88· τ. [[ψαλμός]], ὁ [[ἦχος]] ὁ ἀποτελούμενος ἐκ νευρᾶς τοῦ τόξου, [[αὐτόθι]] 1063. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />armé d’un arc.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ες, (ἀραρίσκω)
A furnished with the bow, χείρ E.Alc.35 (anap.), cf. Rh.226 (lyr.). 2 = τοξικός, τ. σαγή Id.HF188; τ. ψαλμός the twang of the bowstring, ib.1063 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1128] ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der Bogenschütze, Eur. Rhes. 226; χείρ, Alc. 36; σάγη, Herc. f. 188.
Greek (Liddell-Scott)
τοξήρης: -ες, (√ΑΡ, ἀραρίσκω) ὡπλισμένος διὰ τόξου, χείρ Εὐρ. Ἄλκ. 35, πρβλ. Ρῆσ. 226. 2) = τοξικός, τ. σάγη ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 1. 88· τ. ψαλμός, ὁ ἦχος ὁ ἀποτελούμενος ἐκ νευρᾶς τοῦ τόξου, αὐτόθι 1063.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
armé d’un arc.
Étymologie: τόξον.