συνεπιρρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιρρέω''': [[συρρέω]], [[τρέχω]] [[πρός]] τι [[ὁμοῦ]], συνεπιρρέοντος καὶ τοῦ κατ’ ἀγροὺς διατρίβοντος ὄχλου Διον. Ἁλ. 10, 16· τὸ [[ἔλαιον]] συνεπιρρεῖ πορρωτάτω δι’ ὑγρότητα τῶν μερῶν κινούμενον Πλούτ. 2. 696D.
|lstext='''συνεπιρρέω''': [[συρρέω]], [[τρέχω]] [[πρός]] τι [[ὁμοῦ]], συνεπιρρέοντος καὶ τοῦ κατ’ ἀγροὺς διατρίβοντος ὄχλου Διον. Ἁλ. 10, 16· τὸ [[ἔλαιον]] συνεπιρρεῖ πορρωτάτω δι’ ὑγρότητα τῶν μερῶν κινούμενον Πλούτ. 2. 696D.
}}
{{bailly
|btext=couler <i>ou</i> se répandre de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιρρέω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιρρέω Medium diacritics: συνεπιρρέω Low diacritics: συνεπιρρέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΡΡΕΩ
Transliteration A: synepirréō Transliteration B: synepirreō Transliteration C: synepirreo Beta Code: sunepirre/w

English (LSJ)

   A flow to together, Gal.13.668, PGrenf.2.69.19 (iii A.D.); σ. ὁ ὄχλος D.H.10.16; extend in flow, ἔλαιον σ. πορρωτάτω Plu.2.696d.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρέω: συρρέω, τρέχω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέοντος καὶ τοῦ κατ’ ἀγροὺς διατρίβοντος ὄχλου Διον. Ἁλ. 10, 16· τὸ ἔλαιον συνεπιρρεῖ πορρωτάτω δι’ ὑγρότητα τῶν μερῶν κινούμενον Πλούτ. 2. 696D.

French (Bailly abrégé)

couler ou se répandre de tous côtés.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέω.