συνεξορθιάζω: Difference between revisions

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man

Source
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεξορθιάζω''': ἐξορθριάζω [[ὁμοῦ]], συνδιεγείρω, «σκόπει δὲ καὶ τὴν ἐν τῇ [[τραγῳδία]] Μερόπην... ὅσον ἐν τῷ θεάτρῳ [[κίνημα]] ποιεῖ συνεξορθιάζουσα φόβῳ» Πλούτ. 2. 998Ε.
|lstext='''συνεξορθιάζω''': ἐξορθριάζω [[ὁμοῦ]], συνδιεγείρω, «σκόπει δὲ καὶ τὴν ἐν τῇ [[τραγῳδία]] Μερόπην... ὅσον ἐν τῷ θεάτρῳ [[κίνημα]] ποιεῖ συνεξορθιάζουσα φόβῳ» Πλούτ. 2. 998Ε.
}}
{{bailly
|btext=redresser avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξορθιάζω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξορθιάζω Medium diacritics: συνεξορθιάζω Low diacritics: συνεξορθιάζω Capitals: ΣΥΝΕΞΟΡΘΙΑΖΩ
Transliteration A: synexorthiázō Transliteration B: synexorthiazō Transliteration C: syneksorthiazo Beta Code: sunecorqia/zw

English (LSJ)

   A excite together, φόβῳ (s.v.l.) Plu.2.998e.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξορθιάζω: ἐξορθριάζω ὁμοῦ, συνδιεγείρω, «σκόπει δὲ καὶ τὴν ἐν τῇ τραγῳδία Μερόπην... ὅσον ἐν τῷ θεάτρῳ κίνημα ποιεῖ συνεξορθιάζουσα φόβῳ» Πλούτ. 2. 998Ε.

French (Bailly abrégé)

redresser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξορθιάζω.