συνορμάω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνορμάω''': θέτω εἰς κίνησιν, κινῶ, παρορμῶ [[ὁμοῦ]], τινί τι (τι μετά τινος), Πλούτ. 2. 1129Ε. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁρμῶ ἀπὸ κοινοῦ, συνορμῆσαι τυραννοκτονεῖν Φάλαρ. 15, [[μετὰ]] διαφ. γρ. συνορμηθῆναι.
|lstext='''συνορμάω''': θέτω εἰς κίνησιν, κινῶ, παρορμῶ [[ὁμοῦ]], τινί τι (τι μετά τινος), Πλούτ. 2. 1129Ε. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁρμῶ ἀπὸ κοινοῦ, συνορμῆσαι τυραννοκτονεῖν Φάλαρ. 15, [[μετὰ]] διαφ. γρ. συνορμηθῆναι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pousser <i>ou</i> exciter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁρμάω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνορμάω Medium diacritics: συνορμάω Low diacritics: συνορμάω Capitals: ΣΥΝΟΡΜΑΩ
Transliteration A: synormáō Transliteration B: synormaō Transliteration C: synormao Beta Code: sunorma/w

English (LSJ)

   A set in motion together, τῷ φωτὶ τὰς πράξεις Plu.2.1129e.    II intr., move on together, Phalar.Ep.72: c. dat., Porph. Gaur.5.3, Steph.in Gal.1.322 D.

Greek (Liddell-Scott)

συνορμάω: θέτω εἰς κίνησιν, κινῶ, παρορμῶ ὁμοῦ, τινί τι (τι μετά τινος), Πλούτ. 2. 1129Ε. ΙΙ. ἀμεταβ., ὁρμῶ ἀπὸ κοινοῦ, συνορμῆσαι τυραννοκτονεῖν Φάλαρ. 15, μετὰ διαφ. γρ. συνορμηθῆναι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pousser ou exciter ensemble.
Étymologie: σύν, ὁρμάω.