τρισκελής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισκελής''': -ές, ὁ ἔχων [[τρία]] σκέλη, [[τρεῖς]] πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. [[ξόανον]] (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.
|lstext='''τρισκελής''': -ές, ὁ ἔχων [[τρία]] σκέλη, [[τρεῖς]] πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. [[ξόανον]] (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à trois jambes, à trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[σκέλος]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκελής Medium diacritics: τρισκελής Low diacritics: τρισκελής Capitals: ΤΡΙΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: triskelḗs Transliteration B: triskelēs Transliteration C: triskelis Beta Code: triskelh/s

English (LSJ)

ές,

   A three-legged, τράπεζα Cratin.301; ξόανον Theoc.Ep. 4.3; βάσις Hero Bel.88.4; κτεὶς τ., name of a bandage, Sor.Fasc. 45.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκελής: -ές, ὁ ἔχων τρία σκέλη, τρεῖς πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. ξόανον (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à trois jambes, à trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, σκέλος.