τορεία: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τορεία''': ἡ, τὸ τορεύειν, ἐγγλύφειν, χαράττειν, ποιεῖν ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ἐπὶ ξύλου. Πλουτ. Αἰμίλ. 32, Δημοσθ. 25, κλπ. 2) μεταφορ., ἐπὶ τῆς ῥητορικῆς τέχνης, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 141. | |lstext='''τορεία''': ἡ, τὸ τορεύειν, ἐγγλύφειν, χαράττειν, ποιεῖν ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ἐπὶ ξύλου. Πλουτ. Αἰμίλ. 32, Δημοσθ. 25, κλπ. 2) μεταφορ., ἐπὶ τῆς ῥητορικῆς τέχνης, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 141. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />ciselure.<br />'''Étymologie:''' [[τορεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A carving in relief, i.e. repoussé or chasing, Aristeas 58, Ph.2.478, J.AJ8.3.3, Plu.Aem.32, Dem.25. 2 metaph. of rhetorical art, Poll.6.141.
German (Pape)
[Seite 1129] ἡ, das Verfertigen erhabener Arbeit in Stein, Metall od. Holz, Plut. Aemil. Paull. 32 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τορεία: ἡ, τὸ τορεύειν, ἐγγλύφειν, χαράττειν, ποιεῖν ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ἐπὶ ξύλου. Πλουτ. Αἰμίλ. 32, Δημοσθ. 25, κλπ. 2) μεταφορ., ἐπὶ τῆς ῥητορικῆς τέχνης, Πολυδ. ϛʹ, 141.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ciselure.
Étymologie: τορεύω.