τωθασμός: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τωθασμός''': ὁ, ἐμπαιγμός, [[μυκτηρισμός]], ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν [[μήτε]] [[ἄγαλμα]] [[μήτε]] γραφὴν [[εἶναι]] τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ [[παρά]] τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.
|lstext='''τωθασμός''': ὁ, ἐμπαιγμός, [[μυκτηρισμός]], ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν [[μήτε]] [[ἄγαλμα]] [[μήτε]] γραφὴν [[εἶναι]] τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ [[παρά]] τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />moquerie, raillerie, injure.<br />'''Étymologie:''' [[τωθάζω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τωθασμός Medium diacritics: τωθασμός Low diacritics: τωθασμός Capitals: ΤΩΘΑΣΜΟΣ
Transliteration A: tōthasmós Transliteration B: tōthasmos Transliteration C: tothasmos Beta Code: twqasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A scoffing, jeering, Arist. Pol.1336b17, D.H.3.71, Ph.2.83, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τωθασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, μυκτηρισμός, ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν μήτε ἄγαλμα μήτε γραφὴν εἶναι τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ παρά τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ νόμος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
moquerie, raillerie, injure.
Étymologie: τωθάζω.