ὑπεκχωρέω: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεκχωρέω''': [[ἀπομακρύνομαι]] ἢ ἀποσύρομαι ἡσύχως ἢ [[ἀπαρατήρητος]], ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἡρόδ. 9. 13. 14· ὑπ. τοῦ βίου Πλάτ. Νόμ. 785Β· ― [[μετὰ]] δοτ. προσ., ἀποσύρομαι καὶ παραχωρῶ τὴν θέσιν μου εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 103D· ὑπ. τῷ θανάτῳ, δίδω τόπον εἰς τὸν θάνατον, [[ὅθεν]] [[ἐκφεύγω]] αὐτόν, [[αὐτόθι]] 106Ε.
|lstext='''ὑπεκχωρέω''': [[ἀπομακρύνομαι]] ἢ ἀποσύρομαι ἡσύχως ἢ [[ἀπαρατήρητος]], ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἡρόδ. 9. 13. 14· ὑπ. τοῦ βίου Πλάτ. Νόμ. 785Β· ― [[μετὰ]] δοτ. προσ., ἀποσύρομαι καὶ παραχωρῶ τὴν θέσιν μου εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 103D· ὑπ. τῷ θανάτῳ, δίδω τόπον εἰς τὸν θάνατον, [[ὅθεν]] [[ἐκφεύγω]] αὐτόν, [[αὐτόθι]] 106Ε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> s’éloigner un peu <i>ou</i> doucement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> se retirer, s’éloigner de, gén. ; ὑπ. [[τῷ]] θανάτῳ PLAT reculer devant la mort, se soustraire à la mort ; ὑπ. τινι se retirer devant qqn, céder sa place à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκχωρέω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκχωρέω Medium diacritics: ὑπεκχωρέω Low diacritics: υπεκχωρέω Capitals: ΥΠΕΚΧΩΡΕΩ
Transliteration A: hypekchōréō Transliteration B: hypekchōreō Transliteration C: ypekchoreo Beta Code: u(pekxwre/w

English (LSJ)

   A withdraw, retire, (sc. ἐκ τῆς Ἀττικῆς) Hdt.9.13,14; ὑ. τοῦ βίου Pl.Lg.785b: c. dat., retire and give place to another, Id.Phd.103d; ὑ. τῷ θανάτῳ make way for death, and so escape, ib. 106e.    2 to be purged, ἐπὴν φάρμακόν τις πιὼν κάτω καὶ ἄνω ὑπεκχωρέῃ Hp.Loc.Hom.33.

German (Pape)

[Seite 1187] von unten heraus od. heimlich weggehen, weichen; ἐκ τῆς Ἀττικῆς Her. 9, 13. 14; καὶ φεύγειν Plat. Phaed. 102 d, u. öfter; auch τοὺς ὑπεκχωροῦντας τοῦ βίου, die Abscheidenden, Legg. VI, 785 b; – durch den Stuhlgang weggehen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκχωρέω: ἀπομακρύνομαι ἢ ἀποσύρομαι ἡσύχως ἢ ἀπαρατήρητος, ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἡρόδ. 9. 13. 14· ὑπ. τοῦ βίου Πλάτ. Νόμ. 785Β· ― μετὰ δοτ. προσ., ἀποσύρομαι καὶ παραχωρῶ τὴν θέσιν μου εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 103D· ὑπ. τῷ θανάτῳ, δίδω τόπον εἰς τὸν θάνατον, ὅθεν ἐκφεύγω αὐτόν, αὐτόθι 106Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s’éloigner un peu ou doucement;
2 p. ext. se retirer, s’éloigner de, gén. ; ὑπ. τῷ θανάτῳ PLAT reculer devant la mort, se soustraire à la mort ; ὑπ. τινι se retirer devant qqn, céder sa place à qqn.
Étymologie: ὑπό, ἐκχωρέω.