σφετερισμός: Difference between revisions
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφετερισμός''': ὁ, τὸ σφετερίζεσθαι, ἰδιοποιεῖσθαι, ἐπὶ σφετερισμῷ [[ἑαυτοῦ]], πρὸς ἰδίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 13, 10. | |lstext='''σφετερισμός''': ὁ, τὸ σφετερίζεσθαι, ἰδιοποιεῖσθαι, ἐπὶ σφετερισμῷ [[ἑαυτοῦ]], πρὸς ἰδίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 13, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de s’approprier.<br />'''Étymologie:''' [[σφετερίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ for one's own use and advantage, Arist.Rh.1374a16.
Greek (Liddell-Scott)
σφετερισμός: ὁ, τὸ σφετερίζεσθαι, ἰδιοποιεῖσθαι, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ, πρὸς ἰδίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 13, 10.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de s’approprier.
Étymologie: σφετερίζω.