φθειριάω: Difference between revisions
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φθειριάω''': μέλλ. -άσω, [ᾱ], εἶμαι [[πλήρης]] φθειρῶν, «ψειριάζω», Διογ. Λ. 5. 5. ― ἰδίως, [[πάσχω]] ἐκ φθειριάσεως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 368, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἐπὶ πτηνῶν καὶ προβάτων, Γεωπον. 17. 29. | |lstext='''φθειριάω''': μέλλ. -άσω, [ᾱ], εἶμαι [[πλήρης]] φθειρῶν, «ψειριάζω», Διογ. Λ. 5. 5. ― ἰδίως, [[πάσχω]] ἐκ φθειριάσεως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 368, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἐπὶ πτηνῶν καὶ προβάτων, Γεωπον. 17. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être atteint de la maladie pédiculaire.<br />'''Étymologie:''' [[φθείρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be lousy, D.L.5.5: esp. have the morbus pedicularis, Com. A desp.280, Archig. ap. Gal. 12.463, Plu.Sull.36; τοῖς ἐκ νόσου φθειριῶσι Dsc.1.37; of bees, Gp. 15.2.13; of oxen, ib.17.29; also φθειριῶσα ἄμπελος Str.7.5.8.
German (Pape)
[Seite 1270] Läuse, u. bes. die Läusekrankheit haben, Plut. adv. stoic. 11 Sull. 36.
Greek (Liddell-Scott)
φθειριάω: μέλλ. -άσω, [ᾱ], εἶμαι πλήρης φθειρῶν, «ψειριάζω», Διογ. Λ. 5. 5. ― ἰδίως, πάσχω ἐκ φθειριάσεως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 368, Πλουτ. Σύλλ. 36· ἐπὶ πτηνῶν καὶ προβάτων, Γεωπον. 17. 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être atteint de la maladie pédiculaire.
Étymologie: φθείρ.