φιλανθρωπέω: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλανθρωπέω''': τῷ προηγουμ., δεικνύω φιλανθρωπίαν, τινι Μάρμαρ. Ροσσέτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 12. ΙΙ. μεταβ., μεταχειρίζομαί τινα φιλανθρώπως, μετ’ ἀγαθότητος, τινα Πολύβ. 3. 76, 2, κ. ἀλλ.· Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΔ΄, 23). ― Παθ., φιλανθρωπηθεὶς Πολύβ. 39. 3, 2.
|lstext='''φῐλανθρωπέω''': τῷ προηγουμ., δεικνύω φιλανθρωπίαν, τινι Μάρμαρ. Ροσσέτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 12. ΙΙ. μεταβ., μεταχειρίζομαί τινα φιλανθρώπως, μετ’ ἀγαθότητος, τινα Πολύβ. 3. 76, 2, κ. ἀλλ.· Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΔ΄, 23). ― Παθ., φιλανθρωπηθεὶς Πολύβ. 39. 3, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />traiter avec humanité, avec bonté, acc..<br />'''Étymologie:''' [[φιλάνθρωπος]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλανθρωπέω Medium diacritics: φιλανθρωπέω Low diacritics: φιλανθρωπέω Capitals: ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΕΩ
Transliteration A: philanthrōpéō Transliteration B: philanthrōpeō Transliteration C: filanthropeo Beta Code: filanqrwpe/w

English (LSJ)

= foreg.,

   A show kindness, τὰ πρὸς ἡμᾶς PCair.Zen.428.14 (iii B. C.); τὰ λοιπὰ φ. τῇ πόλει SIG456.8 (Ziaelas, iii B. C.); ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσιν πεφιλανθρώπηκε OGI90.12 (Rosetta, ii B. C.).    2 abs. in Astrol., to be favourable, φιλανθρωποῦντος τόπου Ptol.Tetr.141.    II trans., treat kindly, deal kindly with, τινα Plb.3.76.2, al.; τὸν τόπον LXX 2 Ma.13.23, cf. POxy.532.20 (ii A. D.):—Pass., προαιρούμενος . . τὸν δῆμον φιλανθρωπεῖσθαι Rev.Phil.10(1936).253 (Ilium); φιλανθρωπηθείς Plb.38.20.11 (ap.Suid.); ἵν' ὦ πεφιλανθρωπημένος that I may obtain redress, PTeb.31.21 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1274] Menschenfreund sein, als Menschenfreund handeln, Sp.; auch trans., τινά, Einen freundlich behandeln, anreden, Pol. 3, 76, 2; φιλανθρωπηθείς, freundlich aufgenommen, 39, 3,2.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανθρωπέω: τῷ προηγουμ., δεικνύω φιλανθρωπίαν, τινι Μάρμαρ. Ροσσέτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 12. ΙΙ. μεταβ., μεταχειρίζομαί τινα φιλανθρώπως, μετ’ ἀγαθότητος, τινα Πολύβ. 3. 76, 2, κ. ἀλλ.· Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΔ΄, 23). ― Παθ., φιλανθρωπηθεὶς Πολύβ. 39. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
traiter avec humanité, avec bonté, acc..
Étymologie: φιλάνθρωπος.