ὕσσωπος: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕσσωπος''': ἡ, ἀρωματικὸν τι φυτὸν, τὸ Ἑβρ. êzöb (διάφορον τοῦ ἀγγλικοῦ hyssop, [[ὅπερ]], ὡς ὁ Sprengel παρατηρεῖ, δὲν εὑρίσκεται ἐν Συρίᾳ καὶ Παλαιστίνῃ, [[ἴσως]] [[ὅθεν]] τὸ ἀγγλ. caperplant, Stanley Sinai and Palest. σ. 21), [[ὕσσωπος]]... πόα [[γνώριμος]], δισσή, ἡ μὲν γὰρ τίς ἐστιν ὀρεινὴ ἡ δὲ κηπευτὴ Διοσκ. 3. 27, Ἀθην. 156Ε, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ― [[ὡσαύτως]] ὕσσωπον, τὸ, Γαλην., Γεωπονικά. | |lstext='''ὕσσωπος''': ἡ, ἀρωματικὸν τι φυτὸν, τὸ Ἑβρ. êzöb (διάφορον τοῦ ἀγγλικοῦ hyssop, [[ὅπερ]], ὡς ὁ Sprengel παρατηρεῖ, δὲν εὑρίσκεται ἐν Συρίᾳ καὶ Παλαιστίνῃ, [[ἴσως]] [[ὅθεν]] τὸ ἀγγλ. caperplant, Stanley Sinai and Palest. σ. 21), [[ὕσσωπος]]... πόα [[γνώριμος]], δισσή, ἡ μὲν γὰρ τίς ἐστιν ὀρεινὴ ἡ δὲ κηπευτὴ Διοσκ. 3. 27, Ἀθην. 156Ε, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ― [[ὡσαύτως]] ὕσσωπον, τὸ, Γαλην., Γεωπονικά. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br />hysope, <i>plante aromatique, utilisée par les Hébreux dans leurs aspersions rituelles</i>.<br /><i><b>Étym.</b> hébr.</i> êzôb. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A hyssop, Origanum hirtum, Hebr. 'ēzōb, IG12(5).593.16 (Iulis, V B.C.), PCair.Zen.704.8 (iii B. C.), LXX Ex.12.22, al., Ezek. Exag.185, Nic.Al.603, Th.872, Ev.Jo.19.29, Ep.Hebr.9.19, Dsc.3.25, Ath.4.156e:—also ὕσσωπον, τό, Cels.4.14.2,4.15.3, Plin.HN25.136, 26.114,124, Ps.-Dsc.3.25, Sor.2.32, al., Gal.6.638, 12.149, Hippiatr. 130.10; cf. ὑσωπίς. (Written ὑσω- in IG l.c., Cels. and Plin. ll. cc. (hyso-), Gal.6.279, Vict.Att.6,12, Ath.l.c., and as v.l. in LXX 3 Ki.4.29 (5.13), Ps.50(51).9, Ev.Jo. l.c., Ep.Hebr. l. c., Gal.6.572,638,656, Gp.13.8.2, Hippiatr.130.14 (f.l. for οἰσύπου ib.130.49); ὑσσω- in PCair.Zen. l.c. and freq. in codd.; ὑσσ- is a long syll. in Ezek. and Nic. ll. cc.; gen. written ἱσσύπου in PGoodsp.Cair.30 xlii 8 (ii A. D.).)
Greek (Liddell-Scott)
ὕσσωπος: ἡ, ἀρωματικὸν τι φυτὸν, τὸ Ἑβρ. êzöb (διάφορον τοῦ ἀγγλικοῦ hyssop, ὅπερ, ὡς ὁ Sprengel παρατηρεῖ, δὲν εὑρίσκεται ἐν Συρίᾳ καὶ Παλαιστίνῃ, ἴσως ὅθεν τὸ ἀγγλ. caperplant, Stanley Sinai and Palest. σ. 21), ὕσσωπος... πόα γνώριμος, δισσή, ἡ μὲν γὰρ τίς ἐστιν ὀρεινὴ ἡ δὲ κηπευτὴ Διοσκ. 3. 27, Ἀθην. 156Ε, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· ― ὡσαύτως ὕσσωπον, τὸ, Γαλην., Γεωπονικά.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
hysope, plante aromatique, utilisée par les Hébreux dans leurs aspersions rituelles.
Étym. hébr. êzôb.