Χαλδαϊκός: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(6_11)
 
(Bailly1_5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Χαλδαϊκός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς Χαλδαίους, Ἀθήν. 529F, Ἰώσηπος, κλπ.· ― Χαλδαϊστί, Ἐπίρρ., κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν Χαλδαίων, διάφ. γραφ. ἐν Δανιὴλ Β΄, 26.
|lstext='''Χαλδαϊκός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς Χαλδαίους, Ἀθήν. 529F, Ἰώσηπος, κλπ.· ― Χαλδαϊστί, Ἐπίρρ., κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν Χαλδαίων, διάφ. γραφ. ἐν Δανιὴλ Β΄, 26.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Chaldée <i>ou</i> des Chaldéens.<br />'''Étymologie:''' [[Χαλδαῖος]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Χαλδαϊκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς Χαλδαίους, Ἀθήν. 529F, Ἰώσηπος, κλπ.· ― Χαλδαϊστί, Ἐπίρρ., κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν Χαλδαίων, διάφ. γραφ. ἐν Δανιὴλ Β΄, 26.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Chaldée ou des Chaldéens.
Étymologie: Χαλδαῖος.