μέλπηθρον: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(6_21)
(Autenrieth)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέλπηθρον''': τό, ([[μέλπω]]) [[κυρίως]], τὸ ᾆσμα [[μετὰ]] χοροῦ, (μόνον ἐν τῆ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἀτάφου πτώματος, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, [[λεία]] τῶν κυνῶν, [[τέρψις]] αὐτῶν, Ν. 233· κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι Σ. 255., Τ. 176· πρβλ. [[μολπή]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μέλπηθρα· σπαράγματα. παίγνια· ἑλκύσματα».
|lstext='''μέλπηθρον''': τό, ([[μέλπω]]) [[κυρίως]], τὸ ᾆσμα [[μετὰ]] χοροῦ, (μόνον ἐν τῆ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἀτάφου πτώματος, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, [[λεία]] τῶν κυνῶν, [[τέρψις]] αὐτῶν, Ν. 233· κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι Σ. 255., Τ. 176· πρβλ. [[μολπή]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μέλπηθρα· σπαράγματα. παίγνια· ἑλκύσματα».
}}
{{Autenrieth
|auten=[[plaything]], pl. [[sport]]; κυνῶν, κυσίν, Ν 233, Il. 17.255. (Il.)
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

German (Pape)

[Seite 128] τό (eigtl. Gesang u. Tanz, vgl. μολπή), Ergötzlichkeit, Spiel; μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, d. i. unbestattet, ein Spiel der Hunde werden, Il. 13, 233, wie Πάτροκλον Τρωῇσι κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι, 17, 255. 18, 179.

Greek (Liddell-Scott)

μέλπηθρον: τό, (μέλπω) κυρίως, τὸ ᾆσμα μετὰ χοροῦ, (μόνον ἐν τῆ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἀτάφου πτώματος, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, λεία τῶν κυνῶν, τέρψις αὐτῶν, Ν. 233· κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι Σ. 255., Τ. 176· πρβλ. μολπή. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μέλπηθρα· σπαράγματα. παίγνια· ἑλκύσματα».

English (Autenrieth)

plaything, pl. sport; κυνῶν, κυσίν, Ν 233, Il. 17.255. (Il.)