Τρωιάς: Difference between revisions

From LSJ

Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit

Menander, Monostichoi, 325
(6_20)
 
(Autenrieth)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Τρωιάς''': συνῃρ. [[Τρῳάς]], (συχνὰ φέρεται Τρωάς), άδος, θηλ. τοῦ [[Τρώιος]], ἡ ἐκ Τροίας, Ὀδ. Ν. 263· Τρωιάδας γυναῖκας Ἰλ. Θ. 139, κ. ἀλλ.· καὶ μόνον Τρωιάδες Σ. 122, κ. ἀλλ., Τρῶας καὶ Τρῳάδας, ἄνδρας καὶ γυναῖκας ἐκ Τροίας, Χ. 105. ΙΙ. γῆ [[Τρῳάς]], ἡ Τρωϊκὴ [[χώρα]], Σοφ. Αἴ. 819, καὶ ἀλλ.· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ γῆ, ἡ Τρῳὰς Ἡρόδ. 5. 122.
|lstext='''Τρωιάς''': συνῃρ. [[Τρῳάς]], (συχνὰ φέρεται Τρωάς), άδος, θηλ. τοῦ [[Τρώιος]], ἡ ἐκ Τροίας, Ὀδ. Ν. 263· Τρωιάδας γυναῖκας Ἰλ. Θ. 139, κ. ἀλλ.· καὶ μόνον Τρωιάδες Σ. 122, κ. ἀλλ., Τρῶας καὶ Τρῳάδας, ἄνδρας καὶ γυναῖκας ἐκ Τροίας, Χ. 105. ΙΙ. γῆ [[Τρῳάς]], ἡ Τρωϊκὴ [[χώρα]], Σοφ. Αἴ. 819, καὶ ἀλλ.· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ γῆ, ἡ Τρῳὰς Ἡρόδ. 5. 122.
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[Τρώιος]].
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Τρωιάς: συνῃρ. Τρῳάς, (συχνὰ φέρεται Τρωάς), άδος, θηλ. τοῦ Τρώιος, ἡ ἐκ Τροίας, Ὀδ. Ν. 263· Τρωιάδας γυναῖκας Ἰλ. Θ. 139, κ. ἀλλ.· καὶ μόνον Τρωιάδες Σ. 122, κ. ἀλλ., Τρῶας καὶ Τρῳάδας, ἄνδρας καὶ γυναῖκας ἐκ Τροίας, Χ. 105. ΙΙ. γῆ Τρῳάς, ἡ Τρωϊκὴ χώρα, Σοφ. Αἴ. 819, καὶ ἀλλ.· καὶ ἄνευ τοῦ γῆ, ἡ Τρῳὰς Ἡρόδ. 5. 122.

English (Autenrieth)

see Τρώιος.