ὀνοτός: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
(6_11) |
(sl1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνοτός''': -ή, -όν, ἴδε [[ὀνοστός]]. | |lstext='''ὀνοτός''': -ή, -όν, ἴδε [[ὀνοστός]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ὀνοτός]]<br /> <b>1</b>[[contemptible]] οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ [[βαρύς]] (sc. Μέλισσος) (I. 4.51) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 17 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A v. ὀνοστός.
German (Pape)
[Seite 350] = ὀνοστός; Pind. I. 3, 68; Ap. Rh. 4, 91, Schol. μεμπτός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοτός: -ή, -όν, ἴδε ὀνοστός.
English (Slater)
ὀνοτός
1contemptible οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς (sc. Μέλισσος) (I. 4.51)