ὁπλότατος: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὁπλότατος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>youngest παίδων ὁπλοτάτου Φυλακίδα (I. 6.6) πατρὸς [[οὕνεκα]] δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται (I. 8.18)
|sltr=[[ὁπλότατος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> youngest παίδων ὁπλοτάτου Φυλακίδα (I. 6.6) πατρὸς [[οὕνεκα]] δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται (I. 8.18)
}}
}}

Revision as of 12:29, 17 August 2017

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le plus jeune, litt. le mieux armé par les bras, les mains, à cause de la vigueur de la jeunesse.
Étymologie: ὅπλον.

English (Slater)

ὁπλότατος
   1 youngest παίδων ὁπλοτάτου Φυλακίδα (I. 6.6) πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται (I. 8.18)