ἀργύρεος: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(21) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[ἄργυρος]]): (of) [[silver]], [[silver]]-[[mounted]]; [[κρητήρ]], Il. 23.741; τελαμω<<><>>ν, Il. 11.38. | |auten=([[ἄργυρος]]): (of) [[silver]], [[silver]]-[[mounted]]; [[κρητήρ]], Il. 23.741; τελαμω<<><>>ν, Il. 11.38. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ἀργῠρεος</b> <br /> <b>1</b> of [[silver]] ἁ δὲ ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ' ἀργυρέαν (O. 6.40) ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων [[Φοῖβος]] (O. 9.32) ἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ (N. 9.51) ἐξ ἀργυρέων κεράτων fr. 166. Μοῖσαι ἀργύρεαι ?fr. 287. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ἀργῠρεος</b> <br /> <b>1</b> of [[silver]] ἁ δὲ ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ' ἀργυρέαν (O. 6.40) ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων [[Φοῖβος]] (O. 9.32) ἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ (N. 9.51) ἐξ ἀργυρέων κεράτων fr. 166. Μοῖσαι ἀργύρεαι ?fr. 287. | |sltr=<b>ἀργῠρεος</b> <br /> <b>1</b> of [[silver]] ἁ δὲ ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ' ἀργυρέαν (O. 6.40) ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων [[Φοῖβος]] (O. 9.32) ἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ (N. 9.51) ἐξ ἀργυρέων κεράτων fr. 166. Μοῖσαι ἀργύρεαι ?fr. 287. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:58, 17 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, contr. ἀργῠροῦς, ᾶ, οῦν:
A of silver, of the bow of Apollo, Il.1.49, cf. Pi.O.9.32; κρήτηρ Il.23.741, Od.4.615, cf.A.Fr. 184; τάλαρον Od.4.125; λάρναξ Il.18.412; ἀσάμινθοι Od.4.128, etc.; γένος Hes.Op.144, etc.; ἀ. πλοῦτος Pl.Lg.801d. 2 silver-plated, κλῖναι Hdt.9.82. II as Subst., ἀργυροῦς, ὁ, silver coin, LXXZa. 11.12, al., SIG731.20 (Tomi, i B. C.), Hero *Mens.60.1,al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργύρεος: -α, -ον, συνηρ. ἀργῠροῦς, ᾶ, οῦν: ἐξ ἀργύρου, «ἀσημένιος», λάμπων ὡς ἄργυρος, Λατ. argenteus, Ὅμ. περὶ τοῦ τόξου τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Α. 49· περὶ πολυτελῶν κρατήρων, Ψ. 740, Ὀδ. Δ. 615· ἐπὶ καλαθίσκων χρησίμων διὰ τὰ ἐργόχειρα τῶν δεσποινῶν. Φυλὰ δ’ ἀργύρεον τάλαρον φέρε Δ. 125, πρβλ. Ἰλ. Σ. 412· ἐπὶ λουτήρων, ὃς Μενελάῳ δῶκε δύ’ ἀργυρέας ἀσαμίνθους Ὀδ. Δ. 128, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 143, Πινδ. Ο. 9. 48, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 184, κτλ· ἀργυροῦς πλοῦτος Πλάτ. Νόμ. 801D. 2) ἐπάργυρος, κλῖναι Ἡρόδ. 9. 92. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἀργυροῦς, ὁ, ἀργυροῦν νόμισμα, Ἐπιφάν. καὶ Ἥρων. παρὰ Gronov. Pec. Vet. σ. 91. 435.
French (Bailly abrégé)
έα, εον;
1 d’argent;
2 argenté.
Étymologie: ἄργυρος.
English (Autenrieth)
(ἄργυρος): (of) silver, silver-mounted; κρητήρ, Il. 23.741; τελαμω<<><>>ν, Il. 11.38.
English (Slater)
ἀργῠρεος
1 of silver ἁ δὲ ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ' ἀργυρέαν (O. 6.40) ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων Φοῖβος (O. 9.32) ἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ (N. 9.51) ἐξ ἀργυρέων κεράτων fr. 166. Μοῖσαι ἀργύρεαι ?fr. 287.
English (Slater)
ἀργῠρεος
1 of silver ἁ δὲ ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ' ἀργυρέαν (O. 6.40) ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων Φοῖβος (O. 9.32) ἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ (N. 9.51) ἐξ ἀργυρέων κεράτων fr. 166. Μοῖσαι ἀργύρεαι ?fr. 287.