Ἕλλαν: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(Bailly1_2)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[Ἕλλην]].
|btext=<i>dor. c.</i> [[Ἕλλην]].
}}
{{Slater
|sltr=[[Ἕλλαν]] adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν [[οὔτις]] Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) ([[Αἴας]]) μομφὰν [[ἔχει]] παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' [[ἔβαν]] (I. 4.36) [[βούλομαι]] παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.
}}
}}

Revision as of 13:59, 17 August 2017

French (Bailly abrégé)

dor. c. Ἕλλην.

English (Slater)

Ἕλλαν adj.,
   1 Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) (Αἴας) μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν (I. 4.36) βούλομαι παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.