εὐαγορέω: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6_8)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐᾱγορέω''': εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ [[εὐηγορέω]], [[εὐηγορία]].
|lstext='''εὐᾱγορέω''': εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ [[εὐηγορέω]], [[εὐηγορία]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>εὐᾱγορέω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[praise]] [[formally]] ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων [[ἄρηται]] [[κῦδος]] ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς [[κέρδος]] ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾱγορέω Medium diacritics: εὐαγορέω Low diacritics: ευαγορέω Capitals: ΕΥΑΓΟΡΕΩ
Transliteration A: euagoréō Transliteration B: euagoreō Transliteration C: evagoreo Beta Code: eu)agore/w

English (LSJ)

εὐᾱγορία, Dor. for εὐηγ-.

German (Pape)

[Seite 1055] dor. für εὐηγορέω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾱγορέω: εὐαγορία, Δωρ. ἀντὶ εὐηγορέω, εὐηγορία.

English (Slater)

εὐᾱγορέω
   1 praise formally ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) (I. 1.51)