ἐναρίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνᾰρίμβροτος''': -ον, [[ἀνδροφόνος]], Πινδ. Π. 6. 30, Ἰ. 8 (7). 114.
|lstext='''ἐνᾰρίμβροτος''': -ον, [[ἀνδροφόνος]], Πινδ. Π. 6. 30, Ἰ. 8 (7). 114.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐνᾰρίμβροτος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[man]]-[[slaying]] ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.30) μάχας ἐναριμβρότου (I. 8.53)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἐνᾰρίμβροτος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[man]]-[[slaying]] ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.30) μάχας ἐναριμβρότου (I. 8.53)
|sltr=<b>ἐνᾰρίμβροτος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[man]]-[[slaying]] ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.30) μάχας ἐναριμβρότου (I. 8.53)
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰρίμβροτος Medium diacritics: ἐναρίμβροτος Low diacritics: εναρίμβροτος Capitals: ΕΝΑΡΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: enarímbrotos Transliteration B: enarimbrotos Transliteration C: enarimvrotos Beta Code: e)nari/mbrotos

English (LSJ)

ον,

   A man-slaying, Μέμνων Pi.P.6.30; μάχα Id.I. 8(7).57.

German (Pape)

[Seite 829] menschenmordend; Memnon Pind. Ol. 6, 30; μάχη I. 7, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰρίμβροτος: -ον, ἀνδροφόνος, Πινδ. Π. 6. 30, Ἰ. 8 (7). 114.

English (Slater)

ἐνᾰρίμβροτος, -ον
   1 man-slaying ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.30) μάχας ἐναριμβρότου (I. 8.53)

English (Slater)

ἐνᾰρίμβροτος, -ον
   1 man-slaying ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.30) μάχας ἐναριμβρότου (I. 8.53)