ἰσώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ἔχων τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]], [[μετὰ]] γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678. | |lstext='''ἰσώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ἔχων τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]], [[μετὰ]] γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 17 August 2017
English (LSJ)
ον, (ὄνομα)
A bearing the same name as, c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Pi.O.9.64; ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos, i.e. ἡλιοτρόπιον, Nic.Th.678.
German (Pape)
[Seite 1274] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, μετὰ γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678.