ἐπίνικος: Difference between revisions
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίνῑκος''': -ον, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 8, 99, Στράττις ἐν «Πυτίσῳ» 1· [[ἐπίνικος]] (ἐξυπ. [[ὕμνος]]), ὁ, Ἀριστείδ. 2. σ. 373, πρβλ. Böckh Σχόλ. εἰς Πίνδ. σ. 460. | |lstext='''ἐπίνῑκος''': -ον, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 8, 99, Στράττις ἐν «Πυτίσῳ» 1· [[ἐπίνικος]] (ἐξυπ. [[ὕμνος]]), ὁ, Ἀριστείδ. 2. σ. 373, πρβλ. Böckh Σχόλ. εἰς Πίνδ. σ. 460. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 17 August 2017
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A ἄωτος Pi.O.8.75, cf. Stratt.40 (dub.l.): Subst. ἐπίνικος (sc. ὕμνοσ, ὁ, Aristid.Or.28(49).34, 61 (pl.).
German (Pape)
[Seite 965] dasselbe, Pind. Ol. 8, 75, χειρῶν ἄωτον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίνῑκος: -ον, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 8, 99, Στράττις ἐν «Πυτίσῳ» 1· ἐπίνικος (ἐξυπ. ὕμνος), ὁ, Ἀριστείδ. 2. σ. 373, πρβλ. Böckh Σχόλ. εἰς Πίνδ. σ. 460.