τλάθυμος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τλάθῡμος''': -ον, Δωρικ. ἀντὶ [[τλήθυμος]], «[[ἰσχυροκάρδιος]]» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου [[τλάθυμος]] Πινδ. Ν. 2, 15. | |lstext='''τλάθῡμος''': -ον, Δωρικ. ἀντὶ [[τλήθυμος]], «[[ἰσχυροκάρδιος]]» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου [[τλάθυμος]] Πινδ. Ν. 2, 15. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>τλᾱθῡμος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[persevering]] ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου [[τλάθυμος]] ἀέξει (N. 2.15) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον [[κύνα]] χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:39, 17 August 2017
German (Pape)
[Seite 1122] dor. = τλήθυμος, ἀλκά, Pind. N. 2, 15.
Greek (Liddell-Scott)
τλάθῡμος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ τλήθυμος, «ἰσχυροκάρδιος» (Ἡσύχ.)· ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος Πινδ. Ν. 2, 15.
English (Slater)
τλᾱθῡμος, -ον
1 persevering ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει (N. 2.15) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3.