περιτρέχω: Difference between revisions
(10) |
(No difference)
|
Revision as of 00:01, 9 February 2013
English (LSJ)
fut. -
A θρέξομαι Ar.Ra.193, -δρᾰμοῦμαι Id.V.138 : aor. περιέδρᾰμον Id.Eq.56 ; but inf. -θρέξαι Id.Th.657 : pf. -δεδράμηκα Pl. Clit.41oa, -δέδρομα (v. infr. 11.1b) :—run round and round, τὸ δῶμα π., said by a drunken man, Thgn.505 ; π. τὰ κυνίδια X.Oec.13.8 ; π. δεῦρο Ar.V.138 ; π. εἰς ταὐτόν come round, return to the same point, Pl.Tht.200c, cf. Clit.l.c. 2 run about everywhere, οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες Cratin.52 ; κύκλῳ π. καὶ βοᾶν Alex.174.1 ; π. ὅπῃ τύχοιμι Pl.Smp.173a, cf. Lys.30.21 : generally, to be in motion, circulate, Plot.6.3.24 ; ἡ περιτρέχουσα ὑγρότης flexibility of movement, of a surgeon operating, Plu.2.67e. 3metaph., to be current, in vogue, ταῦτα περιτρέχοντα πᾶσι προσφέρεσθαι Pl.Tht.202a ; ἡ περιτρέχουσα ἑταιρεία common society, Id.Ep.333e ; ὀνόματα περιτρέχοντα current, D.H.Din.2 ; τέχνη περιτρέχουσα, of Rhetoric, comprehensive art, ars circumcurrens, Quint.Inst.2.21.7. II c. acc., run round, τὴν λίμνην κύκλῳ Ar.Ra.193; run round searching, τὴν Πύκνα πᾶσαν Id.Th.657 ; run up to from all sides, τὸν δὲ βληθέντα περιέδραμε ὅμιλος Hdt.8.128. b of things, esp. in pf. -δέδρομα, encompass, surround, περιδέδρομεν ἅψεα νοῦσος A.R.3.676 ; φήμη κακὴ -δέδρομεν αὐτούς Man.2.298 ; ὠκεανὸς π. γαῖαν D.P.41, cf. Theoc.Ep.4.5. 2 metaph., circumvent, take in, Ar.Eq.56.